παίδαρος

παίδαρος
ο [παιδί]
1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό
2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη
3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης
4. (κατ' επέκτ.) όμορφη γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παίδαρος — ο 1. το μεγαλόσωμο και εύρωστο γενικά βρέφος: Γέννησε έναν παίδαρο πέντε κιλά. 2. ο όμορφος και λεβέντης νέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… …   Wikipedia

  • μεγεθυντικός — ή, ό 1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη τού φακού») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικά γραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”